- ἑρκίτας
- ἑρκί̱τᾱς , ἑρκίτηςfarm-slavemasc acc plἑρκί̱τᾱς , ἑρκίτηςfarm-slavemasc nom sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ερκίτης — ἑρκίτης, ὁ (Α) ο δούλος που διέμενε στους αγρούς τού κυρίου του («ἑρκίτας φησὶ καλεῑσθαι τοὺς κατά τοὺς ἀγροὺς οἰκέτας», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έρκος «φραγμός, περίφραξη». Ο τ. δηλώνει τον δούλο που ζούσε εντός τών περιφραγμένων ορίων τών κτημάτων … Dictionary of Greek